Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωσιν (Γαλ. 2,16-20)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
ΤΙ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΣΩΘΟΥΜΕ;
«…Οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως Ἰησοῦ
Χριστοῦ» (Γαλ. 2,16)
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
ΖΟΥΜΕ, ἀγαπητοί μου, σὲ μιὰ ἐποχὴ μεγάλης ἀπιστίας. Ὑλισταὶ
καὶ ἄθεοι λένε, ὅτι ἔτσι τυχαίως ἔγινε ὁ κόσμος, ὅλα ὅσα βλέπουμε. Κι ὁ ἄνθρωπος
ἔτσι, λένε, ξεφύτρωσε, κ᾽ εἶνε κι αὐτὸς ἕνα ζῷο, ἐξελιγμένο βέβαια· ὅσο ἀναπνέει
τόσο καὶ ζῇ, τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη θέτει τελεία καὶ παῦλα στὴ ζωή του.
Ἀλλὰ δὲν εἶνε ἔτσι τὰ πράγματα. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε μόνο ὕλη,
κόκκαλα καὶ σάρκες· εἶνε καὶ πνεῦμα, ψυχὴ ἀθάνατη. Καὶ μόνο τὰ λόγια ποὺ εἶπε
σήμερα ὁ Χριστὸς στὸ εὐαγγέλιο, ἀρκοῦν· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν
κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8,36). Λόγια αἰώνια, ποὺ
πρέπει νὰ τὰ προσέξουμε ὅλοι. Δὲν λέει «ἐὰν κερδήσῃ τὴν γῆν ὅλην», ἀλλὰ «τὸν κόσμον
ὅλον». Προφήτευσε δηλαδὴ καὶ τὶς σημερινὲς διαστημικὲς κατακτήσεις. Γιατὶ αὐτὸ
εἶνε «κόσμος»· δὲν εἶνε μόνο ἡ γῆ. Τὰ λόγια αὐτὰ κηρύττουν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε
καὶ ψυχὴ ἀθάνατη.
Ὑπάρχει λοιπὸν ψυχή, Θεὸς πλάστης καὶ κριτής. Ὑπάρχει ἄλλος
κόσμος, καὶ σήμερα – αὔριο φεύγουμε νὰ πᾶμε ἐκεῖ. Καὶ ὅπως ὅσοι πρόκειται νὰ
ταξιδέψουν φροντίζουν γιὰ τὸ εἰσιτήριό τους, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς, ποὺ δὲν ξέρουμε
πότε ἀναχωροῦμε γιὰ τὸ αἰώνιο ταξίδι, ἂς φροντίσουμε γιὰ τὸ εἰσιτήριό μας.
Καὶ ποιό «πρακτορεῖο» ἐκδίδει τὸ εἰσιτήριο αὐτό; Τὸ εἰσιτήριο,
ἂν προσέξατε, μᾶς τὸ δίνει ὁ σημερινὸς ἀπόστολος. Τί μεγάλα λόγια ἔχει! Ἐγώ,
λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἤμουν φανατικὸς Ἰουδαῖος, τηροῦσα μὲ ἀκρίβεια ὅλα ὅσα
διατάζει ὁ Μωσαϊκὸς νόμος. Κατάλαβα ὅμως, ὅτι μ᾽ αὐτὰ δὲν σῴζομαι. Αὐτὰ ἦταν τὸ
φλοῦδι καὶ ὄχι ὁ καρπός, ἡ σκιὰ καὶ ὄχι ἡ πραγματικότης. Γι᾽ αὐτὸ ἄφησα τὴν ἰουδαϊκὴ
θρησκεία καὶ ἦρθα στὸ Χριστιανισμό, πίστεψα στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ἀπὸ
τότε αἰσθάνθηκα τὴ λύτρωσι, τὴ σωτηρία, καὶ ἀγάπησα τὸ Χριστό. Καὶ δὲν ἡσυχάζω·
μέρα – νύχτα γυρίζω τὸν κόσμο καὶ κηρύττω, ὅτι ὁ ἄνθρωπος «δικαιοῦται», σῴζεται,
μὲ τὴν πίστι στὸ Χριστό· «διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ» καὶ ὄχι «ἐξ ἔργων νόμου»
(Γαλ. 2,16).
Στὰ λόγια αὐτὰ θὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ δώσετε ἰδιαιτέρα
προσοχή.
* * *
Γιὰ νὰ καταλάβουμε, ἀγαπητοί μου, τὰ λόγια αὐτά, πρέπει νά ᾽χουμε
ὑπ᾽ ὄψιν ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὄχι ὅπως εἶνε σήμερα ἀλλ᾽ ὅπως βγῆκε ἀπ᾽ τὰ χέρια τοῦ
Δημιουργοῦ, ἦταν «καλὸς λίαν»· ἦταν τὸ τελειότερο δημιούργημα, πλασμένος «κατ᾽
εἰκόνα» καὶ «καθ᾽ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ (Γέν. 1,31,26). Εἶχε τὸ νοῦ καθαρό, τὴν
καρδιὰ ἀμόλυντη, τὴ θέλησι ἰσχυρὴ στὸ καλό. Ζοῦσε κοντὰ στὸ Θεό, εἶχε πραγματικὸ
παράδεισο. Ἂν ἔμενε ἐκεῖ, θὰ ἀνέβαινε σκαλὶ – σκαλὶ καὶ θὰ ἔφτανε νὰ γίνῃ ἕνας
μικρὸς θεός, ὅπως λέει ἡ Γραφή (βλ. Ψαλμ. 81,6· Ἰωάν. 10,34).
Δυστυχῶς ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔμεινε στὴν κορυφὴ αὐτή. Ἔπεσε· καὶ
ἀντὶ μικρὸς θεὸς κατρακύλισε καὶ τί ἔγινε; ζῷο, θηρίο, καὶ χειρότερος. Ὕστερα ἀπ᾽
τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα ὁ ἄνθρωπος διεφθάρη. Τὸ μυαλό του σκοτείνιασε, δὲ
μποροῦσε πιὰ ν᾽ ἀναγνωρίσῃ τὸ Θεό, κατήντησε νὰ λατρεύῃ εἴδωλα· ἡ καρδιά του
μολύνθηκε μὲ τὰ ἀγριώτερα αἰσθήματα· ἡ θέλησί του δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ κάνῃ τὸ
καλό.
Ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε. Πῶς νὰ σᾶς παραστήσω τὴν πτῶσι του; Ὑποθέστε
ὅτι κάποιος βαδίζει σὲ ἴσιο δρόμο, ἀλλὰ ὁ ἐχθρός του τοῦ ᾽χει στήσει κάπου
παγίδα. Βλέπει πρασινάδα καὶ λουλούδια, κάτω ὅμως ἀπ᾽ αὐτὰ εἶνε ἕνας λάκκος
βαθὺς 30 μέτρα. Τὸν ἑλκύουν τὰ λουλούδια, πάει νὰ κόψῃ, καὶ ξαφνικὰ πέφτει
μέσα. Προσπαθεῖ κατόπιν νὰ βγῇ. Ἀλλὰ δὲν εἶνε δυνατόν· γλιστράει καὶ πέφτει
πάλι μέσα στὸ λάκκο. Ἀρχίζει νὰ φωνάζῃ, ἔρχονται ἀπὸ πάνω διάφοροι, προσπαθοῦν
νὰ τὸν βγάλουν, μὰ τίποτα. Ἔτσι κάπως ξεγέλασε τὸν ἄνθρωπο ὁ διάβολος. Τοῦ ἔστρωσε
ἐπάνω λουλούδια ἡδονῆς. Ὁ ἀφελὴς πῆγε νὰ τὰ κόψῃ, καὶ ἔπεσε μέσα στὸ λάκκο· εἶνε
τὰ λόγια ποὺ ἀκοῦμε τὸ πρωὶ στὸν ἑξάψαλμο· «Ἔθεντό με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ, ἐν
σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου». Μ᾽ ἔρριξαν, λέει, Θεέ μου, μέσα σ᾽ ἕνα λάκκο
βαθὺ καὶ σκοτεινό, γιὰ νὰ πεθάνω ἐκεῖ (Ψαλμ. 87,7). Ἔτσι ἦταν π.χ. ὁ λάκκος ποὺ
ἔρριξαν τὸν Ἰωσὴφ τὰ ἀδέρφια του· καὶ ἂν δὲν πήγαινε ὁ ῾Ρουβὴν νὰ τὸν βγάλῃ, ἐκεῖ
θὰ πέθαινε. Ἔπεσε λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος μέσα στὸ λάκκο τῆς ἁμαρτίας. Στὴν ἀπελπιστικὴ
αὐτὴ κατάστασι ἦταν πέντε χιλιάδες χρόνια. Φώναζε, ζητοῦσε βοήθεια, μὰ κανείς δὲ
μποροῦσε νὰ τὸν πλησιάσῃ.
Τελικὰ ποιός τὸν ἔβγαλε ἀπὸ ᾽κεῖ; οἱ φιλόσοφοι, οἱ ποιηταί,
οἱ ῥήτορες, οἱ στρατηγοί, οἱ βασιλιᾶδες, ἢ μήπως κάποιος ἄγγελος ἢ ἀρχάγγελος;
Κανείς ἀπὸ αὐτούς. Τὸν ἔβγαλε ὁ Χριστός! Ὅποιος τὸ νιώθει αὐτό, λέει· «Δεῦτε
προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ τῷ λυτρωτῇ ἡμῶν».
Πῶς τὸν ἔβγαλε μέσα ἀπὸ τὸ λάκκο, μὲ ποιό τρόπο; Ἂν βρεθῆτε
καμμιὰ φορὰ σὲ λιμάνι ποὺ ξεφορτώνουν ἐμπορικὰ πλοῖα, θὰ δῆτε ὅτι βαρειὰ ἀντικείμενα,
ποὺ δὲ μποροῦν οὔτε ἑκατὸ ναῦτες νὰ τὰ σηκώσουν, τὰ σηκώνει ἕνα μηχάνημα, ὁ
γερανός. ῾Ρίχνει τὸ γάντζο του μέσα στὸ ἀμπάρι, καὶ βλέπεις ἕνα φορτίο τόσων
τόννων νὰ τὸ ὑψώνῃ σὰν πούπουλο.
Καὶ ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς, ἀδέρφια μου, ἔχει ἕνα φορτίο, ἕνα
βάρος ποὺ πιέζει τὴν καρδιά· εἶνε τὰ ἁμαρτήματά μας. Τὸ βάρος αὐτὸ δὲν μποροῦσε
νὰ τὸ σηκώσῃ κανείς, οὔτε ὅλοι οἱ ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι. Ἀλλὰ ἦρθε ὁ Χριστὸς μὲ
τὸν οὐράνιο γερανό του. Δὲν εἶνε αὐτὸ φανταστικὸ παράδειγμα γιὰ νὰ ποικίλω τὸ
λόγο· εἶνε μιὰ πραγματικότης. Ὁ οὐράνιος γερανός, ποὺ ἔρριξε τὸ γάντζο του μέσα
στὸ βαθὺ λάκκο καὶ μᾶς ἔβγαλε ἀπὸ ᾽κεῖ καὶ μᾶς ὑψώνει ψηλά, εἶνε ὁ τίμιος
σταυρός. Αὐτός, ὅπως ἀκούσαμε στοὺς ὕμνους στὶς 14 Σεπτεμβρίου, «ὕψωσεν ἡμᾶς εἰς
τὴν ἀρχαίαν μακαριότητα» (ἐν ὅσῳ γίνεται ἡ προσκύνησις). Ναί, ἀδέρφια μου· διὰ
τοῦ σταυροῦ ἀνυψωθήκαμε, βγήκαμε μέσα ἀπὸ τὴν ἀπερίγραπτη δυστυχία.
Δὲν εἶνε αὐτὰ λόγια. Δὲν ἀκοῦτε ἐσεῖς; Ἐγὼ ἀκούω πλῆθος φωνὲς
ποὺ κελαηδοῦν σὰν τ᾽ ἀηδόνια, πλῆθος κιθάρες ποὺ ὑμνοῦν. Εἶνε οἱ φωνὲς τῶν
σεσωσμένων. Εἴδατε καμμιὰ φορά, ὅταν κάποιον τὸν σώσῃ ἕνας καλὸς γιατρός, αὐτὸς
δημοσιεύει στὶς ἐφημερίδες· Εὐχαριστῶ τὸ γιατρό μου, ἡ εὐγνωμοσύνη μου θὰ εἶνε
αἰώνια… Ποιά λοιπὸν εὐγνωμοσύνη πρέπει στὸ Χριστό; «Αὐτὸς μὲ ἔσωσε, εἶνε ὁ Θεός
μου, ὁ λυτρωτής μου, ὁ Κύριός μου!». Ποιός τὸ λέει αὐτό; Τὸ φωνάζει σήμερα ὁ ἀπόστολος
Παῦλος, ποὺ γράφει· Ὁ Χριστὸς μὲ ἀγάπησε καὶ παρέδωσε τὸν ἑαυτό του στὸ θάνατο
γιὰ μένα· γι᾽ αὐτὸ τὸν ἀγαπῶ, πεθαίνω γι᾽ αὐτόν (βλ. Γαλ. 2,20). Τὸ λέει ὁ ἀπόστολος
Παῦλος, τὸ λένε ὅλοι οἱ ἀπόστολοι, οἱ ἅγιοι, οἱ μάρτυρες, ἑκατομμύρια ἄνθρωποι
ποὺ ἦρθε ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ καὶ μέσ᾽ ἀπ᾽ τὸ λάκκο τῆς ἁμαρτίας τοὺς ὕψωσε
μέχρι τὸν οὐρανό.
* * *
Ἔχουμε, ἀδέρφια μου, θρησκεία ζωντανή, διαμάντι ποὺ πρέπει νὰ
τὸ κρατήσουμε. Ἂς φωνάζουν οἱ ἄπιστοι· αὐτοὶ κοάζουν σὰν τὰ βατράχια, ποὺ ἄκουγα
ὅλη νύχτα ὅταν κάποτε ἤμουν στὸ Μεσολόγγι. Ἂς μὴ δώσουμε σημασία· ἂς
βουλώσουμε τὰ αὐτιά μας σ᾽ αὐτούς. Ἂν μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος νὰ σωθῇ μόνος του, δὲν
θὰ κατέβαινε στὸν κόσμο ὁ Χριστός.
Τί χρειάζεται λοιπὸν γιὰ νὰ σωθοῦμε; «Κοντὸς ψαλμὸς ἀλληλούϊα».
Ἕνα, δύο, τρία πράγματα. Τὸ πρῶτο εἶνε, νὰ συναισθανθοῦμε ὅλοι, ὅτι εἴμεθα
πεσμένοι «ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ» (Ψαλμ. 87,7), ὅτι εἴμεθα ἁμαρτωλοί. Τὸ δεύτερο·
μέσα ἀπὸ τὸ λάκκο ποὺ εἴμεθα, νὰ φωνάξουμε κ᾽ ἐμεῖς ὅπως ὁ Ἰωσήφ, ὁ Δαυΐδ, ὁ
Δανιήλ, ὁ Ἰωνᾶς, ὅπως ὁ ἀπόστολος Πέτρος καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι, νὰ φωνάξουμε μὲ ὅλη
τὴν καρδιά μας· «Κύριε, ἐλέησον», «Κύριε, σῶσόν με» (Ματθ. 14,30). Καὶ τὸ
τρίτο· νὰ πιστέψουμε ἀκράδαντα, ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἶνε ὁ βασιλεὺς
τῶν βασιλέων καὶ Κύριος τῶν κυρίων, ὅτι «εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, ᾿Ιησοῦς Χριστός»
(Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.). Ὅταν κάνουμε αὐτά, θὰ δοῦμε τὸ θαῦμα· θὰ δοῦμε δυὸ
χέρια ἄχραντα, χέρια τρυπημένα πάνω στὸ σταυρό, ποὺ στάζουν αἷμα· θὰ χαμηλώσουν
νὰ μᾶς πάρουν ἀπὸ τὸ βάθος καὶ θὰ μᾶς ἀνεβάσουν ψηλά.
Ναί, ἀδέρφια μου· ὁ ἄνθρωπος σῴζεται μόνο «διὰ πίστεως Ἰησοῦ
Χριστοῦ». Ἀλλ᾽ ὅταν λέμε πίστι, ἐννοοῦμε πίστι ζωντανή, ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ
πράξεις μεγάλες καὶ ἡρωϊκές, πίστι ὅπως ἡ πίστι τῶν προγόνων μας. Νὰ μπορῇ ὁ
κάθε Χριστιανὸς νὰ λέει· «Ζῶ οὐκέτι ἐγώ» (Γαλ. 2,20), ζῇ μέσα μου ὁ Χριστός, ἡ
βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Δῶστε μου μιὰ τέτοια πίστι, καὶ σᾶς χαρίζω τὰ πλούτη καὶ τὰ
παλάτια. Μ᾽ αὐτὴ τὴν πίστι νὰ ζήσουμε, μ᾽ αὐτὴ νὰ πεθάνουμε, αὐτὴ ν᾽ ἀφήσουμε
στὴ νέα γενεά, γιὰ νὰ εἶνε τὸ ἔθνος μας εὐλογημένο εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν παλαιὸ ἱ. ναὸ
Τριῶν Ἱεραρχῶν Καισαριανῆς – Ἀθηνῶν τὴν 16-9-1962. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις
21-9-2008.
Πηγή: http://www.augoustinos-kantiotis.gr/