Ἔφθασαν, φίλοι ἀναγνῶσται, ἔφθασαν αἱ προφητευμέναι ἡμέραι,
κατὰ τὶς ὁποῖες οἱ ἄνθρωποι θὰ εὔχονται νὰ μὴ ἔχουν οὔτε μάτια, οὔτε αὐτιά, γιὰ
νὰ μὴ βλέπουν καὶ νὰ μὴ ἀκούουν τὰ φρικτὰ θεάματα καὶ ἀκροάσματα, τοὺς ἐξωφρενισμοὺς
ἑνὸς κόσμου ποὺ ἀποστάτησε ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ συνεχῶς καταρρέει, βυθιζόμενος στὸν
πολιτισμὸ τῶν Σοδόμων καὶ Γομόρρων…
Ἦτο ἐποχὴ ποὺ ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἦτο ἄγνωστος. Ὑπῆρχε βωμός στὴν
Ἀθήνα «τῶ ἀγνώστω Θεῶ». Στὸ σκοτάδι
βρισκόταν ἡ ἀνθρωπότης. Μεσάνυχτα εἶχεν ὁ κόσμος. Εἴδωλα παντοῦ. Τρομακτικὴ ἄγνοια
ἐπικρατοῦσε. Δεισιδαιμονία, εἰδωλολατρεία ἐβασίλευε. Τὰ πάντα, καὶ τὰ
ρυπαρότερα τῶν ζώων καὶ τὰ εὐτελέστερα τῶν ἀντικειμένων, τὰ πάντα εἶχον
θεοποιηθῆ. Καὶ αὐτὰ τὰ πάθη τοῦ ἀνθρώπου ἐθεοποιήθηκαν. Ἡ μέθη εἶχε Θεὸν τὸν
Βάκχον. Ἡ κλοπὴ τὸν Ἑρμῆν. Ἡ ἀκολασία τὴν Ἀφροδίτην. Ἡ μοιχεία τὸν Δία. Ἡ ἀγρία
ἐκδίκησις τὸν Ἄρην… Φαντασθῆτε! Οἱ Θεοὶ προστάται τῆς κακίας, τῆς ἀνηθικότητος.
Καὶ ἀνάλογος πρὸς τὴν ἠθικὴν τῶν θεῶν, βεβαίως ἦτο καὶ ἡ λατρεία, ἡ ὁποία ἀπεδίδετο
εἰς τοὺς θεοὺς απὸ τοὺς ἀρχαίους. Κατὰ τὴν ἡμέραν π.χ., κατὰ τὴν ὁποίαν ἑώρταζεν
ὁ Βάκχος, κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν Βακχείων, οἱ ἑορτασταὶ ἔκαμνον πομπήν, ξεκινοῦσαν
ἀπὸ τὸν Ναὸν τοῦ Βάκχου φοροῦσαν προσωπίδας, κρατοῦσαν αἰσχρὰ σύμβολα, ἀναμιγνύονταν
ἄνδρες καὶ γυναίκες, ἐκραύγαζον, ἐβωμολόχουν, τραγουδοῦσαν τὰ πλέον ἀηδῆ ἀσματα,
διήρχοντο τὰς ὁδοὺς καὶ τὶς πλατείας, περιέπαιζον τοὺς διαβάτας, ἐχόρευαν,
μεθούσαν, ἐκυλίοντο εἰς τοὺς δρόμους, ἀσχημονοῦσαν, … ἔπραττον καὶ ἔλεγον κατὰ
τὴν ἑορτὴν τοῦ θεοῦ των «ὅσα αἰσχρὸν ἐστὶ καὶ λέγειν».
- Αὐτές ἦσαν οἱ γιορτὲς
καὶ οἱ πανηγύρεις τοῦ ἀρχαίου εἰδωλολατρικοῦ κόσμου Ἑλλήνων καὶ Ρωμαίων
γνωσταὶ ὡς Διονύσια, Βάκχεια, Βοτά, Βρουμάλια, Σατουρνάλια, Λουπερκάλια,
Κάλενδαι…
Ὑπὸ τὴν στέγην τῶν εἰδωλολατρικῶν ναῶν καὶ μὲ τὴν εὐλογίαν
των ἱερέων καὶ ἀρχιερέων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης κάθε εἴδος διαφθορᾶς και ακολασίας ἐτελεῖτο.
Ἀπὸ τὴν κορυφή τοῦ Ὀλύμπου εὐλογοῦσαν καὶ οἱ θεοὶ μετὰ τῶν θεαινῶν
διασκεδάζοντες. Ὁλα ἐλεύθερα. Λοιπόν.
Ἀναβιώσεως ειδωλολατρικῶν
πομπῶν
Ὁ Καρνάβαλος; Δὲν ὑπάρχει καμμία ἀμφιβολία, ὅτι εἶναι πομπὴ
τοῦ Σατανᾶ καὶ δημιουργεῖ τὸ ψυχολογικὸν ἐκεῖνο κλίμα, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον μοιραῖον
εἶνε νὰ σημιώνεται χαλάρωσις τῶν ἠθῶν, καὶ ἐὰν ἀκόμη δὲν λαμβάνουν χώραν
δημοσία αἱ μεγάλαι ἐκεῖναι ἀπρέπειαι τῶν Βακχικῶν ἑορτῶν, πάντως τὸ πνεῦμα τοῦ
Βάκχου καὶ τῆς Ἀφροδίτης ἐπικρατεῖ. Ὁ Σατανᾶς τὰς ἡμέρας τοῦ Καρνάβαλου εἶναι
πολυάσχολος. Ἡ πελατεία του μεγίστη. Σύρει πλήθη. Τὰ δίκτυά του ἀνασύρονται
πλήρη ἀπὸ νέας καὶ νέους. Καὶ εἰς ποῖα ἁμαρτήματα δὲν παρασύρονται οἱ ἄνθρωποι
κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτὰς τοῦ Καρνάβαλου; Αστεῖα ἀηδῆ, ἄσματα πορνικά, χειρονομίαι ἀπρεπεῖς,
πολυποσίαι, πολυφαγίαι, μέθαι, κραιπάλαι, αἰσχρολογίαι, βλασφημίαι, ἐξωφρενικοὶ
χοροὶ Σαλώμης, αἰσχροὶ ἔρωτες καὶ συζυγικαὶ ἀπάται, προοίμια διαζυγίων καὶ οἰκογενειακῶν
δραμάτων, ἰδοὺ τὰ ἁμαρτήματα, ἰδοὺ τὸ λιβάνι ποὺ καίεται πρὸς λατρείαν τοῦ θεοῦ-Καρναβάλου.
Τὶ ἄλλο, σᾶς ἐρωτῶμεν, τὶ ἄλλα θὰ ἔπρεπε νὰ γίνωνται διὰ νὰ κληθοῦν Σατανικαὶ
πομπαί; Ὁ ἀκολουθῶν αὐτὰς γίνεται ἀρνητὴς τῆς ἐν τῶ βαπτίσματί του ὁμολογίας
πίστεως.
- Τὶ δὲ νὰ ποῦμε για τὴν σπατάλη των ἑκατομμυρίων ποὺ δαπανοῦνται;
Αλλοίμονον! Χρήματα γίνονται καπνὸς καὶ καίονται. Ποῦ; Εἰς ἕνα κράτος ποὺ
συντηρεῖται μὲ τὴν ἐπαιτείαν τῶν ξένων! Ποῦ; Εἰς μίαν πόλιν ποὺ διέρχεται οἰκονομικὴν
κρίσιν! Ποῦ; Εἰς μίαν πόλιν μὲ στρατιὰν ἀπόρων τῆς ὁποίας οἱ ἄποροι φυματικοὶ
δημοσιεύουν δραματικὰς ἐκκλήσεις καὶ ζητοῦν χρηματικὴν βοήθειαν διὰ ἀγορὰν
φαρμάκων! Εἰς αὐτὴν λοιπὸν τὴν πόλιν γίνεται ὁ Καρνάβαλος καὶ μαζὺ μὲ αὐτὸν
διωργανώνονται καὶ χοροεσπερίδες μυθώδεις. Δυστυχισμένη Πατρίδα! Χρήματα δὲν ὑπάρχουν
διὰ γάλα, διὰ κρέας, διὰ φάρμακα, διὰ μίαν… πενικελλίνην ποὺ ζητεῖ ἡ χήρα καὶ τὸ
ὀρφανὸ τῶν τελευταίων μας ἀγώνων. Ὑπάρχουν ὅμως χρήματα διὰ μάσκες, διὰ ἐνδυμασίας
Κινέζων καὶ Ἰαπώνων, διὰ χαρτοπόλεμον. Μὲ τὰ ποσὰ αὐτὰ τὰ ὁποία ἐξώδευσαν ἀσώτως
οἱ υἱοὶ καὶ αἱ θυγατέρες τοῦ αἰῶνος τούτου, πόση κοινωνικὴ ἀνακούφισις θὰ ἠδύνατο
νὰ γίνη κατὰ τὰς ἡμέρας τῶν Ἀποκρέων;
Ἀλλὰ ποῖος θʼ ἀναλάβη
τὸν ἀγῶνα; Ποῖος ἄλλος παρὰ ἡ Ἐκκλησία. Ἄς κατέλθη εἰς ἀγῶνα. Ἄς ἀρχίση ὁ πόλεμος!
Ἄς ἀστράψουν ὅπλα τὰ ἱερά. Πνευματικὸν ὁπλοστάσιον εἶνε ἡ Ἐκκλησία. Ἔχει ὅπλα μὲ
τὰ ὁποῖα δύναται νὰ νικήση κατὰ κράτος τὸν Σατανᾶν καὶ νʼ ἄρη θρίαμβον περιφανῆ.
Ἀρκεῖ νὰ τὰ χρησιμοποιήση ἐγκαίρως καὶ γενναίως….
Ἔτσι ἐνήργησε εἰς τὴν Βασιλίδα τῶν πόλεων ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος. Μὲ ἀγρυπνίαν ὁλονύκτιον, μὲ λιτανείαν ἱερὰν ἔκαυσε τὸν Διάβολον
διέλυσε τὰς ὁρδὰς τῶν αἰρετικῶν καὶ τῶν εἰδωλολατρῶν, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν εἰδωλολατρικές
πομπές…
Και σήμερα, ἐὰν κλῆρος καὶ εὐσεβῆς λαὸς κινηθοῦν, θὰ
σαρώσουν τὸν Διάβολον. Οὐδὲν τῆς Ἐκκλησίας ἰσχυρότερον ὅταν ἐγκλείη εἰς τοὺς
κόλπους της πιστοὺς ἄνδρας καὶ γυναίκας ἕως θανάτου.
Ἀπόσπασμα ἀπὸ «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» Φεβρουάριο 1952 αριθμ.
φύλ. 125
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ